μοναχός

μοναχός
-ή, -ό και μονάχος, -η, -ο (ΑΜ μοναχός, -ή, -όν, Μ και μονάχος, -η, -ον και μοναχός και αμοναχός, -ή, -όν)
1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή
αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής, καλόγηρος («πήγε στο Άγιο Όρος με σκοπό να γίνει μοναχός»)
2.έρημος, εγκαταλελειμμένος
3. αυτός που δεν είναι μαζί με άλλους, μόνος, μεμονωμένος
νεοελλ.
1. αμιγής, γνήσιος, καθαρός («αυτό το ούζο είναι σπίρτο μονάχο»)
2. ερημικός, απόμερος
3. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος πτερυγιόποδων θηλαστικών τής οικογένειας phocidae
4. φρ. α) «σίδερο μονάχο» — υγιέστατος άνθρωπος
β) «σπίρτο μονάχο» — πολύ ευφυής άνθρωπος, άνθρωπος με οξεία αντίληψη
γ) «σκυλί μονάχο» — άνθρωπος με μεγάλη αντοχή ή άνθρωπος που είναι πολύ σκληρός
νεοελλ.-μσν.
1. αβοήθητος
2. αυτός που κάνει κάτι με τη θέλησή του, με δική του πρωτοβουλία, αυτός που δρα αυτοβούλως («μοναχός του τό αποφάσισε και τώρα τό μετάνιωσε»)
3. μοναδικός, ένας μόνον αποκλειστικά ένας
4. (για φαγητό) σκέτος
5. φρ. «μιλώ μοναχός» — παραμιλώ
μσν.
1. ασυνόδευτος
2. ταλαίπωρος
3. αυτός που προξενεί μοναξιά
4. μοναχικός
5. φρ. α) «δικαιοῡμαι μοναχός» — αυτοδιοικούμαι, έχω αυτονομία
β) «χωρίζω ή χωρίζομαι μοναχός μου» — αποχωρίζομαι, ξεκόβω από μια ομάδα
αρχ.
1. (για νομικά έγγραφα) αυτός που γίνεται ή εκτελείται σε ένα μόνο αντίγραφο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μοναχόν
η μοναδικότητα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοναχά
οι ατομικές περιπτώσεις
4. το θηλ. ως ουσ. είδος ινδικού υφάσματος.
επίρρ...
μονάχα και μοναχά και μονάχας και μοναχάς (Μ μονάχα και μονάχανε και μόναχας και μονάχας και μοναχάς)
(για να δηλωθεί μοναδικότητα ή αποκλειστικότητα προσώπου ή γεγονότος) μόνον, κατά έναν μόνον τρόπο
νεοελλ.
(ως μόριο αντιθετικό) υπό τον όρο ότι..., αρκεί μόνο να..., αλλά, προπάντων, αλλά όμως («πρόσεχε μονάχα μη σέ δουν»)
νεοελλ.-μσν.
1. αποκλειστικά και μόνο για..., μόνο και μόνο για...
2. απλώς και μόνο, απλώς
μσν.
1. λιγάκι, για λίγο
2. αμέσως
3. μόλις
αρχ.
με ομοιόμορφο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μοναχός (και μονάχος, με αναβιβασμό τού τόνου) σχηματίστηκε από το θ. μοναχ- τών επιρρημάτων μοναχῇ, μοναχοῦ, μοναχῶς. Το αρσ. και θηλ. ως ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκαν στους χριστιανικούς χρόνους για να δηλώσουν τον άνθρωπο που μονάζει, τον καλόγηρο. Με αυτήν τη σημ. τον τ. δανείστηκε η λατ. (πρβλ. λατ. monachus) από όπου η λ. πέρασε και στις άλλες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. moine, γερμ. Μonch, ιρλδ. manacti].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μοναχός — μοναχός, ή, ό και μονάχος, η, ο 1. αυτός που δεν είναι με άλλους, μόνος, γνήσιος, αληθινός: Έμαθε μοναχός του να διαβάζει. 2. φρ., «Είναι σπίρτο μονάχο», για κάποιον που είναι πανέξυπνος. ο αυτός που μονάζει, ο καλόγερος, ο μοναστής: Η πίστη του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοναχός — unique masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γεώργιος ο Μοναχός — (9ος αι.). Χρονογράφος. Στο έργο του Χρονικόν σύντομον διηγείται συνοπτικά τα γεγονότα «από κτίσεως κόσμου» μέχρι της βασιλείας του Θεόφιλου (842). Διεξοδικότερη και ζωηρότερη είναι η αφήγησή του για την περίοδο της εικονομαχίας. Ως πηγή για την… …   Dictionary of Greek

  • Δαβίδ ο Μοναχός — (6ος αι. μ.Χ.). Τοπικός άγιος της Θεσσαλονίκης, ο οποίος μοίρασε τα χρήματά του στους φτωχούς και έζησε στην ύπαιθρο διδάσκοντας. Οι Θεσσαλονικείς τον έστειλαν στον Ιουστινιανό να ζητήσει την αντικατάσταση του έπαρχου της πόλης, που καταπίεζε… …   Dictionary of Greek

  • μοναχώτερον — μοναχός unique adverbial comp μοναχός unique masc acc comp sg μοναχός unique neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχόν — μοναχός unique masc acc sg μοναχός unique neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχιάζω — [μοναχός] ξεμοναχιάζω, απομονώνω …   Dictionary of Greek

  • χειλάς — Μοναχός από τα Κύθηρα, συγγραφέας έργου με τον τίτλο Χρονικό περί του εν Κυθήροις μοναστηρίου του Αγίου Θεοδώρου, που περιέχει πολλές πληροφορίες για το νησί στα χρόνια της βενετοκρατίας (Βενετία, 1868). * * * ο / χειλᾱς, ΝΜΑ, θηλ. χειλού Ν ο… …   Dictionary of Greek

  • Κομάσιος — Μοναχός, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Ιερόθεος …   Dictionary of Greek

  • Παντόγαλος, Γαβριήλ — Μοναχός και λόγιος από την Κρήτη. Το 1600 ανακαίνισε το μοναστήρι του Τοπλού (Κυρά Ακρωτηριανή), που βρίσκεται στην πρώην επαρχία της Σητείας. Σε δική του ενέργεια οφείλεται και η πλάκα που στήθηκε στην αυλή και απέναντι στην είσοδο της μονής, με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”